Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Μια ιστορία αποχαιρετισμού


Η διαδρομή από το σχολείο μέχρι το σπίτι έμοιαζε ελάχιστα εξοντωτική – μια διαδρομή που κουβαλούσε στα χιλιόμετρά της , όλες εκείνες τις στιγμές που σημάδεψαν το ταξίδι , Σεπτέμβριος – Ιούνιος . Το τρανταχτό γέλιο της τουρίστριας, στο μπροστινό κάθισμα , ανακατεύτηκε – σχεδόν έγιναν ένα -με τις εκστασιασμένες , μικρές φωνούλες που θα’λεγες πως προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν σ’όλη την πόλη . Διακατέχονταν από μια απεριόριστη επιθυμία να αποδείξουν ότι η σημερινή μέρα ήταν δική τους . Αποκλειστικά και δίχως δεύτερη σκέψη .
Οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους , ξεπηδούσαν προκλητικά από κάθε πόρο του κορμιού . Ήταν κι εκείνη η ακατάπαυστη ομιλία της τουρίστριας με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα εκνευριστικά όμορφα, γαλανά μάτια . Και δεν είχαμε φτάσει καν στα μισά . Γύρισα το κεφάλι και παρατηρούσα τα αυτοκίνητα να προσπερνάνε με δαιμονισμένη ταχύτητα , αποφασισμένα να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους .
‘’ ‘Ισως να τρέχουν για μια λυτρωτική βουτιά προς τη θάλασσα’’  , σκέφτηκα .
Η πόρτα άνοιξε με μια νωχελικότητα , όπως και τα βήματα εκείνων που την προσπέρασαν . Μόνο μια μεσόκοπή κυρία , κρατώντας δυο-τρεις σακούλες προσπαθούσε να προσπεράσει αναζητώντας μια θέση .  Παραμέρισα , αφήνοντας της  όσο περισσότερο χώρο μου επέτρεπε η κατάσταση . Ακούμπησε τις βασανιστικές σακούλες κι έβγαλε από την μπροστινή τσέπη ένα χοντρό χαρτί το οποίο χρησιμοποίησε ως αυτοσχέδια βεντάλια .
Η γρήγορη κίνηση των χεριών της μου πρόσφεραν μερικές δροσιστικές ριπές αέρα . Άνοιξα το αισθητά ελαφρύτερο , από άλλες μέρες σακίδιο και έβγαλα ένα βιβλίο για να ξεγελάσω τον χρόνο .
 Ο ιδρώτας πλέον είχε υποχωρήσει μπροστά στο διαρκές στροβίλισμα των χεριών της συμπαθούς κυρίας . Ξεφύλλισα κάμποσες σελίδες και τοποθέτησα το βιβλίο στη μπροστινή θήκη . Έστρεψα ξανά το βλέμμα προς την πλευρά του δρόμου , δειλά-δειλά ξεπρόβαλε η θάλασσα , ήρεμη και ταυτόχρονα προκλητική . Την πλήξη διέλυσε η φωνή της ,που σχεδόν έξυσε τον δεξί λοβό .
-         Δάσκαλος είστε ; η αλήθεια είναι πως ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες ερωτήσεις , μιας και η θέα των σχολικών βιβλίων έχουν αυτή την ικανότητα να τις προκαλούν .
-         Ναι … , προσπαθώ να είμαι …
-         Και σήμερα ήταν η τελευταία σας μέρα , έτσι δεν είναι ;
-         Ακριβώς όπως τα λέτε , η τελευταία μέρα.
Όσο οι ρόδες κατάπιναν διαρκώς μέτρα , τόσο η επιθυμία της κυρίας με τις γεμάτες σακούλες , μεγάλωνε .Όπως το γέλιο της ξανθιάς τουρίστριας που δε σταμάτησε να ταρακουνάει την ατμόσφαιρα .
-         Και τώρα , διακοπές ε ;
-         Μάλιστα, διακοπές .
Οι ερωτήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη , σε ρυθμό εξοντωτικό μα διόλου ενοχλητικό . Έρχονταν με μια δόση αφοπλιστικής ευγένειας , που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να μη συνεχίσω να απαντάω , έστω και λακωνικά .
-         Πώς νιώθετε που αποχωρίζεστε με τους μαθητές σας και  τους συναδέλφους σας ;
Η παύση που ακολούθησε θα’λέγες πως επέβαλε μια βίαιη σιωπή στο πλήθος που ασφυκτιούσε,  υπό το βάρος της υψηλής θερμοκρασίας . Η διακοπή των ερωτήσεων μαρτυρούσε ένα είδος κατανόησης από τη μεριά της συμπαθούς κυρίας . Λες και ήθελε να μου δώσει τον απαραίτητο χρόνο να οργανώσω τις σκόρπιες , στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα , σκέψεις μου .
Με μια αργή , περιστροφική κίνηση γύρισα και κοίταξα το δρόμο που αφήναμε πίσω μας . Προσπάθησα να δω μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα . Την υπόλοιπη αντίθετη διαδρομή , άφησα να την κάνει το μυαλό . ΚΙ όσο οδεύαμε προς τον τερματισμό , τόσο γύριζα προς τα πίσω . Με ένα γρήγορο άλμα , προσπέρασα το γήπεδο κι έστριψα δεξιά . Πέρασα τη βαριά , σιδερένια καγκελόπορτα. Τώρα βρισκόμουν πάλι εκεί . Κοντοστάθηκα στο μέσον του προαύλιου . Προχώρησα ευθεία και άγγιξα με την άκρη των δακτύλων , το καυτό αλουμίνιο . Κόλλησα το αυτί πάνω του και αφουγκράστηκα τις φωνούλες τους . Λες και ήταν όλα εκεί , έτοιμα να με υποδεχτούν , με τα βιβλία ανοιχτά .
-         Κύριε , θα κάνουμε σήμερα ελεύθερη ώρα ;  Αρκετά πια με τα μαθήματα . Τα μάθαμε όλα !
To χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη  , ήταν από εκείνα που δίνουν στον κόσμο , ακόμη μια μέρα ζωής . Δεν πρόλαβα να τους απαντήσω  , αφού ο ήχος του κουδουνιού , απαγόρευσε κάθε δεύτερη σκέψη . Ήδη η αυλή είχε πλημμυρίσει με εκείνες τις  φωνές . Αφού έστρεψα το κλειδί στην πόρτα , πήρα το δρόμο για το γραφείο .
Κρέμασα τα κλειδιά και έστριψα για το ησυχαστήριο . Κουρασμένα βλέμματα , μα τόσο καθαρά . Άνθρωποι που μιλάς μαζί τους , θυμώνεις μαζί τους , γελάς μαζί τους . Σκόρπιες ψυχές, άνθρωποι με μια βαλίτσα στο χέρι . Σήμερα εδώ , αύριο πέρα από τη θάλασσα. Αύριο στο Βορρά , σήμερα στον Νότο . Κι όσο λες πως έχεις μάθει , τίποτα δεν έχεις μάθει . Αφήνεις πίσω ανθρώπους , δένεσαι μαζί τους και έρχεται η στιγμή που λες : άντε πάλι απ’ την αρχή .
Το στρίγκλισμα των φρένων έφτασε μέχρι τον πρώτο κόκκο της άμμου . Για μια ανάσα δεν αγκαλιάστηκαν οι λαμαρίνες του λεωφορείου με το μικρό βανάκι . Τέντωσα το κορμί και προσπάθησα να δω μπροστά από το παρμπριζ . Ο ιδρώτας έκανε πάλι την εμφάνισή του . Αναζήτησα τον αέρα της αυτοσχέδιας βεντάλιας . Μάταια . Η διπλανή θέση ήταν άδεια και οι σακούλες που στριμώχνονταν ανάμεσα στα πόδια μου απουσιάζανε .
Μάλλον η συμπαθής ηλικιωμένη κυρία , θα είχε κατέβει σε κάποια από τις στάσεις που προσπεράσαμε . Ένιωσα ένα αίσθημα ενοχής , καθώς την αγνόησα στα παρατεταμένο πισωγύρισμα του μυαλού μου . Μόνο το γέλιο της τουρίστριας έμεινε να μου επιβεβαιώνει πως όλα αυτά δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου . Οι ρόδες του βαριού οχήματος έγλυψαν την άκρη από το κράσπεδο , σταματώντας στο τέλος του προορισμού . Ανασήκωσα τον σάκο και τον πέρασα γύρω από τον ώμο . Κατέβηκα τα λιγοστά σκαλοπάτια , αφήνοντας πίσω την αφόρητη ζέστη . Περπάτησα τον δρόμο που οδηγούσε προς το λιμάνι . Μόλις έφτασα στην άκρη της προκυμαίας κοντοστάθηκα με τέτοιον τρόπο που έβαλα απέναντί μου την επιβλητική θέα του φάρου . Αμίλητος .  Κάθισα στο πιο κοντινό παγκάκι για να οργανώσω τις σκέψεις μου . Άφησα τα βλέφαρα να καλύψουν τα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα . Από μακρά έφταναν φωνές κατά κύματα . Κοίταξα προς το σημείο που έρχονταν η φασαρία .
Ήταν όλοι εκεί . Τα παιδιά να πετάνε τα βιβλία ψηλά . Οι δάσκαλοι. Κι εκείνοι που περπατήσαμε μαζί, χρόνια πριν . Κι αυτοί που αύριο θα αναπνέουν τον αέρα ενός άλλου τόπου . Ήταν εκεί και η συμπαθητική , ηλικιωμένη κυρία , μα εντελώς διαφορετική, φορώντας μια μπλε ποδιά με λευκούς γιακάδες και ένα μικρό καρό βαλιτσάκι στο χέρι .
Όλοι παρόντες . Κι έτοιμοι,  με σεβασμό και συνέπεια μπροστά στο καθήκον . Έτοιμοι να γίνουν καλύτεροι . Έτοιμοι να φτιάξουν καλύτερους ανθρώπους .
Έναν καλύτερο κόσμο .

Δεν υπάρχουν σχόλια: