Η διαδρομή
από το σχολείο μέχρι το σπίτι έμοιαζε ελάχιστα εξοντωτική – μια διαδρομή που
κουβαλούσε στα χιλιόμετρά της , όλες εκείνες τις στιγμές που σημάδεψαν το
ταξίδι , Σεπτέμβριος – Ιούνιος . Το τρανταχτό γέλιο της τουρίστριας, στο
μπροστινό κάθισμα , ανακατεύτηκε – σχεδόν έγιναν ένα -με τις εκστασιασμένες ,
μικρές φωνούλες που θα’λεγες πως προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν σ’όλη την πόλη .
Διακατέχονταν από μια απεριόριστη επιθυμία να αποδείξουν ότι η σημερινή μέρα
ήταν δική τους . Αποκλειστικά και δίχως δεύτερη σκέψη .
Οι πρώτες
σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους , ξεπηδούσαν προκλητικά από κάθε πόρο
του κορμιού . Ήταν κι εκείνη η ακατάπαυστη ομιλία της τουρίστριας με τα
πυρόξανθα μαλλιά και τα εκνευριστικά όμορφα, γαλανά μάτια . Και δεν είχαμε
φτάσει καν στα μισά . Γύρισα το κεφάλι και παρατηρούσα τα αυτοκίνητα να
προσπερνάνε με δαιμονισμένη ταχύτητα , αποφασισμένα να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα
στον προορισμό τους .
‘’ ‘Ισως να
τρέχουν για μια λυτρωτική βουτιά προς τη θάλασσα’’ , σκέφτηκα .
Η πόρτα
άνοιξε με μια νωχελικότητα , όπως και τα βήματα εκείνων που την προσπέρασαν .
Μόνο μια μεσόκοπή κυρία , κρατώντας δυο-τρεις σακούλες προσπαθούσε να
προσπεράσει αναζητώντας μια θέση .
Παραμέρισα , αφήνοντας της όσο
περισσότερο χώρο μου επέτρεπε η κατάσταση . Ακούμπησε τις βασανιστικές σακούλες
κι έβγαλε από την μπροστινή τσέπη ένα χοντρό χαρτί το οποίο χρησιμοποίησε ως
αυτοσχέδια βεντάλια .
Η γρήγορη
κίνηση των χεριών της μου πρόσφεραν μερικές δροσιστικές ριπές αέρα . Άνοιξα το
αισθητά ελαφρύτερο , από άλλες μέρες σακίδιο και έβγαλα ένα βιβλίο για να
ξεγελάσω τον χρόνο .
Ο ιδρώτας πλέον είχε υποχωρήσει μπροστά στο
διαρκές στροβίλισμα των χεριών της συμπαθούς κυρίας . Ξεφύλλισα κάμποσες
σελίδες και τοποθέτησα το βιβλίο στη μπροστινή θήκη . Έστρεψα ξανά το βλέμμα προς
την πλευρά του δρόμου , δειλά-δειλά ξεπρόβαλε η θάλασσα , ήρεμη και ταυτόχρονα
προκλητική . Την πλήξη διέλυσε η φωνή της ,που σχεδόν έξυσε τον δεξί λοβό .
-
Δάσκαλος
είστε ; η αλήθεια είναι πως ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες ερωτήσεις , μιας και
η θέα των σχολικών βιβλίων έχουν αυτή την ικανότητα να τις προκαλούν .
-
Ναι
… , προσπαθώ να είμαι …
-
Και
σήμερα ήταν η τελευταία σας μέρα , έτσι δεν είναι ;
-
Ακριβώς
όπως τα λέτε , η τελευταία μέρα.
Όσο οι ρόδες
κατάπιναν διαρκώς μέτρα , τόσο η επιθυμία της κυρίας με τις γεμάτες σακούλες ,
μεγάλωνε .Όπως το γέλιο της ξανθιάς τουρίστριας που δε σταμάτησε να ταρακουνάει
την ατμόσφαιρα .
-
Και
τώρα , διακοπές ε ;
-
Μάλιστα,
διακοπές .
Οι ερωτήσεις
διαδέχονταν η μια την άλλη , σε ρυθμό εξοντωτικό μα διόλου ενοχλητικό .
Έρχονταν με μια δόση αφοπλιστικής ευγένειας , που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να μη
συνεχίσω να απαντάω , έστω και λακωνικά .
-
Πώς
νιώθετε που αποχωρίζεστε με τους μαθητές σας και τους συναδέλφους σας ;
Η παύση που
ακολούθησε θα’λέγες πως επέβαλε μια βίαιη σιωπή στο πλήθος που ασφυκτιούσε, υπό το βάρος της υψηλής θερμοκρασίας . Η
διακοπή των ερωτήσεων μαρτυρούσε ένα είδος κατανόησης από τη μεριά της
συμπαθούς κυρίας . Λες και ήθελε να μου δώσει τον απαραίτητο χρόνο να οργανώσω
τις σκόρπιες , στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα , σκέψεις μου .
Με μια αργή
, περιστροφική κίνηση γύρισα και κοίταξα το δρόμο που αφήναμε πίσω μας .
Προσπάθησα να δω μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα . Την υπόλοιπη αντίθετη
διαδρομή , άφησα να την κάνει το μυαλό . ΚΙ όσο οδεύαμε προς τον τερματισμό ,
τόσο γύριζα προς τα πίσω . Με ένα γρήγορο άλμα , προσπέρασα το γήπεδο κι
έστριψα δεξιά . Πέρασα τη βαριά , σιδερένια καγκελόπορτα. Τώρα βρισκόμουν πάλι
εκεί . Κοντοστάθηκα στο μέσον του προαύλιου . Προχώρησα ευθεία και άγγιξα με
την άκρη των δακτύλων , το καυτό αλουμίνιο . Κόλλησα το αυτί πάνω του και
αφουγκράστηκα τις φωνούλες τους . Λες και ήταν όλα εκεί , έτοιμα να με
υποδεχτούν , με τα βιβλία ανοιχτά .
-
Κύριε
, θα κάνουμε σήμερα ελεύθερη ώρα ; Αρκετά
πια με τα μαθήματα . Τα μάθαμε όλα !
To χαμόγελο
που σχηματίστηκε στα χείλη , ήταν από
εκείνα που δίνουν στον κόσμο , ακόμη μια μέρα ζωής . Δεν πρόλαβα να τους
απαντήσω , αφού ο ήχος του κουδουνιού ,
απαγόρευσε κάθε δεύτερη σκέψη . Ήδη η αυλή είχε πλημμυρίσει με εκείνες τις φωνές . Αφού έστρεψα το κλειδί στην πόρτα ,
πήρα το δρόμο για το γραφείο .
Κρέμασα τα
κλειδιά και έστριψα για το ησυχαστήριο . Κουρασμένα βλέμματα , μα τόσο καθαρά .
Άνθρωποι που μιλάς μαζί τους , θυμώνεις μαζί τους , γελάς μαζί τους . Σκόρπιες
ψυχές, άνθρωποι με μια βαλίτσα στο χέρι . Σήμερα εδώ , αύριο πέρα από τη
θάλασσα. Αύριο στο Βορρά , σήμερα στον Νότο . Κι όσο λες πως έχεις μάθει ,
τίποτα δεν έχεις μάθει . Αφήνεις πίσω ανθρώπους , δένεσαι μαζί τους και έρχεται
η στιγμή που λες : άντε πάλι απ’ την αρχή .
Το στρίγκλισμα
των φρένων έφτασε μέχρι τον πρώτο κόκκο της άμμου . Για μια ανάσα δεν
αγκαλιάστηκαν οι λαμαρίνες του λεωφορείου με το μικρό βανάκι . Τέντωσα το κορμί
και προσπάθησα να δω μπροστά από το παρμπριζ . Ο ιδρώτας έκανε πάλι την
εμφάνισή του . Αναζήτησα τον αέρα της αυτοσχέδιας βεντάλιας . Μάταια . Η
διπλανή θέση ήταν άδεια και οι σακούλες που στριμώχνονταν ανάμεσα στα πόδια μου
απουσιάζανε .
Μάλλον η
συμπαθής ηλικιωμένη κυρία , θα είχε κατέβει σε κάποια από τις στάσεις που
προσπεράσαμε . Ένιωσα ένα αίσθημα ενοχής , καθώς την αγνόησα στα παρατεταμένο
πισωγύρισμα του μυαλού μου . Μόνο το γέλιο της τουρίστριας έμεινε να μου
επιβεβαιώνει πως όλα αυτά δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου . Οι ρόδες του
βαριού οχήματος έγλυψαν την άκρη από το κράσπεδο , σταματώντας στο τέλος του
προορισμού . Ανασήκωσα τον σάκο και τον πέρασα γύρω από τον ώμο . Κατέβηκα τα
λιγοστά σκαλοπάτια , αφήνοντας πίσω την αφόρητη ζέστη . Περπάτησα τον δρόμο που
οδηγούσε προς το λιμάνι . Μόλις έφτασα στην άκρη της προκυμαίας κοντοστάθηκα με
τέτοιον τρόπο που έβαλα απέναντί μου την επιβλητική θέα του φάρου . Αμίλητος
. Κάθισα στο πιο κοντινό παγκάκι για να
οργανώσω τις σκέψεις μου . Άφησα τα βλέφαρα να καλύψουν τα μάτια για λίγα
δευτερόλεπτα . Από μακρά έφταναν φωνές κατά κύματα . Κοίταξα προς το σημείο που
έρχονταν η φασαρία .
Ήταν όλοι
εκεί . Τα παιδιά να πετάνε τα βιβλία ψηλά . Οι δάσκαλοι. Κι εκείνοι που
περπατήσαμε μαζί, χρόνια πριν . Κι αυτοί που αύριο θα αναπνέουν τον αέρα ενός
άλλου τόπου . Ήταν εκεί και η συμπαθητική , ηλικιωμένη κυρία , μα εντελώς
διαφορετική, φορώντας μια μπλε ποδιά με λευκούς γιακάδες και ένα μικρό καρό
βαλιτσάκι στο χέρι .
Όλοι παρόντες
. Κι έτοιμοι, με σεβασμό και συνέπεια
μπροστά στο καθήκον . Έτοιμοι να γίνουν καλύτεροι . Έτοιμοι να φτιάξουν
καλύτερους ανθρώπους .
Έναν
καλύτερο κόσμο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου