Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Φεύγω.

Κάθε πρώτη του μήνα επιτρέπω στον εαυτό μου να αφήσει έναν γλυκό αναστεναγμό, ωδή στις μέρες που γλίστρησαν στα ρείθρα των μισοβρεγμένων δρόμων. Μοιράζω τις σκέψεις στο ζύγι και ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο τσιγάρο , παρατηρώ το παλατζάρισμα , με την κρυφή ελπίδα πως κάπου θα ισορροπήσει. Κρυφές ελπίδες που αγωνιούν να ζωντανέψουν απ’τη μια. Και οι φυγές που πάντα με στοιχειώνουν , αραδιασμένες στην άλλη .

Έρωτας ίσα με το μπόι σου.

Την άφησε πίσω του να απολαμβάνει το σλιμ τσιγάρο της και κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς το μικρό δωμάτιο που είχε αποθηκεύσει όλα τα χρήσιμα πράγματα. Στο μυαλό του είχε ακόμη τις εικόνες μεγαλείου της χτεσινής νύχτας που ξεκίνησε με άφθονο αλκοόλ και κατέληξε σε δάκρυα και ιδρώτα . Έχωσε το χέρι στο συρτάρι με τα σκόρπια αντικείμενα και ψαχούλεψε για κάμποσα λεπτά .

Στον πυρετό του έρωτα.

Το σφυροκόπημα στους κροτάφους μαρτυρούσε την ένταση που διακατείχε όλη την έκταση του κορμιού μου . Κι όσο το μυαλό στέναζε από την εικόνα της που είχε στριμωχτεί για τα καλά στις αυλακιές του εγκεφάλου μου ,άλλο τόσο οι κρόταφοι έμοιαζαν έτοιμοι να εξέλθουν του κρανίου. Με μια νωχελική κίνηση απλώθηκα σε όλο τον καναπέ ώστε να δώσω στον εαυτό μου λίγο χώρο να αποβάλει μέρος της έντασης.

Φύλαξε μια χούφτα γι'αύριο .

Κι όταν τα δάκρυα της πνιγερής απόρριψης στερέψουν , τότε είναι που θα θρηνήσεις αληθινά , γιατί δεν φύλαξες μια χούφτα για αύριο, εκεί που εκκολάπτονται μυριάδες συγκινήσεις . Και θα’ναι δάκρυα θριάμβου και ανατριχίλα συναισθηματική που θα λιγώνει το κορμί.

Μικρές χαρές , λυτρωτικές.

Δεύτερη μέρα . Και ο ήχος της σιωπής σκίζει σε φέτες το άσπρο χρώμα των τοίχων. Το κόκκινο τείνει να κυριαρχήσει στο χώρο και να διώξει βίαια το λευκό. Όπως ο υδράργυρος σπριντάρει άγρια και σκαρφαλώνει σε νούμερα ανησυχητικά. Δυο μέρες πλήρους απραξίας που ισοδυναμούν με άπειρες ώρες αγχωτικών σκέψεων να ταλανίζουν τον ήδη κουρασμένο εγκέφαλο. Οι συνειρμοί αναπόφευκτοι παίζουν μπάλα στο δικό μου τερέν .

Περί έρωτος.

Για όλους εκείνους τους έρωτες που έμειναν μισοί , για κείνους που δεν άρχισαν ποτέ κι έμειναν να κρέμονται μετέωροι σε χείλη σφαλιστά , για έρωτες μιας χρήσης που ξοδεύτηκαν σε μια νυχτιά, για κείνους τους προδομένους έρωτες που λύγισαν μπρος στην ανυπαρξία ακραιφνών αισθημάτων , για τους κολασμένους εραστές που δεν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας ,

Άρωμα αξεπέραστο.

Βήματα γοργά, ανάμεσα από τις μυρωδιές της πόλης που γεμίζουν τα εσωτερικά τμήματα του ουρανίσκου και επιτίθενται στα τοιχώματα του στομάχου . Οι φωνές αγγίζουν τα όρια του ουρλιαχτού , από την παρέα που ξοδεύει τις ανιαρές στιγμές και τις μεταμορφώνει σε τσίκνα . Τα εκατοντάδες πέλματα σκάνε στο στενό δρομάκι και αγωνιούν να φτάσουν σε κάποιο γευστικό προορισμό , αψηφώντας τα ψυχρά κύματα που καραδοκούν σε μισοσκότεινα περάσματα .

Μια βόλτα ακόμα.

Θαρρείς πως όλο αυτό το υδάτινο ξέσπασμα, καλωσορίζει τις μέρες που θα λουστούν με το απείθαρχο φως του ήλιου . Έτσι , για να’ χουμε να θυμόμαστε τον καιρό ,

Διάολε, οι σαμπάνιες κοστίζουν.

Το δέσιμο της γυαλιστερής γραβάτας, του δημιουργούσε τέτοιο σφίξιμο που θα’λεγες πως είχε να ξοδέψει ακόμη μια ανάσα. Ήταν κι η θέα Εκείνης απέναντι ,μέσα στο ολόλευκο φόρεμα που έσβηνε λίγο πάνω από τις αστραφτερές τις γάμπες . Σήκωσε το ποτήρι που λουζόταν από τον πλούσιο αφρό της σαμπάνιας , ένας Θεός ξέρει πόσο θα του στοίχιζε, αλλά αυτή τη στιγμή τα λεφτά ήταν το τελευταίο πράγμα που σκεφτόταν . Έπρεπε πάση θυσία να την εντυπωσιάσει και ένα μπουκάλι ακριβή σαμπάνια, ήταν ο καλύτερος τρόπος.

Γλυκιά αποτυχία.

Αποτύχαμε. Και μείναμε να ατενίζουμε το γαλάζιο στο ανοιχτό πέλαγος. Αποτύχαμε . Και ανασαίναμε τις σκέψεις μας κάθε βράδυ , δίπλα από κείνο το μπουκάλι με το ξεθυμασμένο κρασί. Αποτύχαμε. Φτιάχνοντας στίχους στα ατέρμονα όνειρά μας, πλάθοντας κόσμους ιδανικούς . Αποτύχαμε .

Ας πέσουμε από έρωτα.

Κι όταν το αύριο αλυχτήσει σαν πεινασμένος σκύλος που γλύφει τις πληγές των αμαρτωλών μας χρόνων , μόλις θα ξημερώσει και δεν θα ξέρουμε αν η ελπίδα έχει το χρώμα της φωτιάς ή μια καινούρια οδύνη