Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ήθελε… Σκέφτηκε… Αναπόλησε….

Μετρούσε ήδη τις πρώτες φρέσκιες ώρες της νέας χρονιάς. Έξω ο άνεμος λυσσομανούσε , ενώ η θάλασσα είχε πάρει χρώμα γκρίζο , τα δέντρα λυγούσαν , έρμαια στις ορέξεις του χειμώνα που είχε θρονιαστεί για τα καλά σε όλο το τοπίο. Έπιασε τον εαυτό του να αναπολεί το ’14 που είχε χαιρετήσει. Το ένιωθε κάπως αδικημένο , όπως άλλωστε και οτιδήποτε αφήνουμε πίσω . ‘Αλλωστε αυτός που μένει πίσω νιώθει την έλλειψη , σκέφτηκε. Η ψύχρα που είχε κολλήσει στους τοίχους του δωματίου τον αντίκριζε με ένα βλέμμα αγριεμένο , σχεδόν επιθετικό , πάλευε τα κύματα ζεστού αέρα που ξεπηδούσαν από τις σχισμές του κλιματιστικού. Τα δάκτυλά του άρχισαν να παίρνουν το φυσιολογικό χρώμα , διώχνοντας το μελάνιασμα από πάνω τους. Χουχούλιασε για λίγο τις κρύες σκέψεις του, φέρνοντας στο νου το νεογέννητο ’15 . Ήθελε…
Σκέφτηκε… Αναπόλησε…. Και στο τέλος θύμωσε. Θύμωσε με κείνον. Ουσιαστικά τα έβαλε με τον εαυτό του. Έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω , εκεί που το ’14 χανόταν στη λήθη του χρόνου. Σάστισε για λίγα δεύτερα. Έκανε μια κίνηση να το αγγίξει για μια στερνή φορά , να πάρει λίγη από τη θλίψη που το ακολουθούσε , στην πορεία του προς το τίποτα. Ένιωσε ουσιαστικά την ανάγκη να απολογηθεί ενώπιον του . Να πάρει πάνω του λίγες από τις ενοχές που το τύλιγαν σα βρόγχος. Ήθελε… Αναπόλησε… Και στο τέλος θύμωσε . Θύμωσε με κείνον . Ένιωσε να τον καταβάλει ένα αίσθημα αδικίας .Κι όσο μπορούσε ακόμη να δει μια ίντσα από την παλαιότητα που αποχωρούσε , αποζητούσε να του απολογηθεί . Δεν έφταιγε εκείνο για όλα τα δεινά που του καταλόγιζε , λίγες ώρες πριν ξημερώσει. Έτρεξε προς το σκοτεινή τρύπα που το ρουφούσε με μίσος . Και πρόλαβε να το αντικρίσει για μια τελευταία φορά στα κατάμαυρα και υγρά μάτια του. Σκέφτηκε πως μια συγνώμη ίσως θα ανακούφιζε την ταλαιπωρημένη του ψυχή . Δε δίστασε ούτε για όσο διαρκεί μια ανάσα. Τα λόγια του έβγαιναν σαν νερό από πηγή . - Συγνώμη … Ήθελα … μα δεν είχα τη δύναμη . Και εντελώς άδικα φόρτωσα όλες τις αδυναμίες μου πάνω σου . Έψαχνα κάπου να εξαγνίσω τις αναστολές μου. Και ήσουν το εύκολο θύμα. Τα πρόσωπά μας είχαν σχεδόν κολλήσει , τόσο που έβλεπα τα άδεια του μάτια να παίρνουν χρώμα. Να φωτίζονται και μαζί μ’ αυτά να παίρνουν χρώμα και τα λόγια που εκστόμισε. - Ήθελες… Αρκετές φορές αναπόλησες…. Και περισσότερες ακόμη θύμωσες. Να ξέρεις πως δε σου κρατώ καμιά κακία. Θέλω μονάχα να μου υποσχεθείς κάτι. Το ψύχος ως δια μαγείας είχε αποκολληθεί από τους τοίχους . Ένιωθα μια ζέστη να τυλίγει το κορμί μου. Σχεδόν άρχισα να ιδρώνω και οι σταγόνες έπεφταν στο γυμνό πάτωμα. Οι στιγμές έμοιαζαν να ξεχειλίζουν προς τη φουρτουνιασμένη θάλασσα . - Σου υπόσχ… , πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου εκείνο με διέκοψε με ύφος απόλυτα αυστηρό. - Όχι άλλα λόγια , από δω και πέρα πράξεις. Και μην κάνεις το ίδιο λάθος να φορτώσεις τις δικές σου αδυναμίες και τις όποιες αναστολές σου στο νεογέννητο . Θα είμαι εδώ στη σκοτεινή πλευρά μου και θα σε παρακολουθώ. Προτού προλάβει να βάλει τελεία στα λόγια του , είχε χαθεί μέσα στο μεγάλο στόμα της μαύρης τρύπας. ‘Εκανα στροφή 90 μοιρών και βρέθηκα κολλημένος στο υγρό τζάμι . Η θάλασσα ακόμη εκεί , σε μια ατέρμονη διαπραγμάτευση με τον θυμωμένο άνεμο. Και τα ανήμπορα δέντρα να προσπαθούν να ισορροπήσουν. Έφερα στο μυαλό μου τις ακροτελεύτιες λέξεις του χρόνου που δραπέτευσε. ‘’ Όχι άλλα λόγια , όχι άλλες δικαιολογίες. Όχι άλλα εξιλαστήρια θύματα για να καλύψεις τις δικές σου αδυναμίες . Πράξεις φίλε μου , πράξεις… ‘’ .

Δεν υπάρχουν σχόλια: