Κοίταξε το αντηλιακό που άστραφτε σαν να' ταν χτες που κολλούσε πάνω της μαζί με μυριάδες κόκκους ατίθασης άμμου. Το έκλεισε μέσα στην παλάμη του και το πίεσε ασυναίσθητα τόσο που από το μικρό άνοιγμα ξεπήδησε ελάχιστο υγρό . Πήρε με το δάκτυλο λίγο και το πασάλειψε σε όλο του το πρόσωπο .
Τα βήματά του πέρασαν τη γραμμή που χώριζε το μικρό καθιστικό με το μπαλκονάκι , εκεί που ακόμη αναδυόταν μυρωδιά ξεθυμασμένης μπύρας , απομεινάρι των νυχτιών που ξοδεύτηκαν παρέα . Το γλυκό μεσονύχτιο αεράκι σκόνταφτε χαριτωμένα στο σφιγμένο μέτωπο. Θαρρείς πως οι πατημασιές της στόλιζαν ακόμη τα γυμνά πλακάκια , αντάμα με βαρύγδουπες δηλώσεις για το φθινόπωρο που θα ερχόταν. Μα αυτό λησμόνησε να έρθει κι έμεινε εκεί να αναρωτιέται για το φθινόπωρο που χάθηκε στο καλοκαίρι.
Τα βήματά του πέρασαν τη γραμμή που χώριζε το μικρό καθιστικό με το μπαλκονάκι , εκεί που ακόμη αναδυόταν μυρωδιά ξεθυμασμένης μπύρας , απομεινάρι των νυχτιών που ξοδεύτηκαν παρέα . Το γλυκό μεσονύχτιο αεράκι σκόνταφτε χαριτωμένα στο σφιγμένο μέτωπο. Θαρρείς πως οι πατημασιές της στόλιζαν ακόμη τα γυμνά πλακάκια , αντάμα με βαρύγδουπες δηλώσεις για το φθινόπωρο που θα ερχόταν. Μα αυτό λησμόνησε να έρθει κι έμεινε εκεί να αναρωτιέται για το φθινόπωρο που χάθηκε στο καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου